- χαλικοθήριο
- (chalicotheriam). Γένος ζώων που έχουν εκλείψει. Ανήκαν στην οικογένεια των χαλικοθηριιδών, περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών. Τα ζώα αυτά είχαν μέγεθος ρινόκερου, ήταν βραχυκέφαλα, είχαν μικρά σαγόνια, ρινικά ανοίγματα που επεκτείνονταν προς τα πίσω, πλατύ μετωπικό οστό με κοντή σύμφηση του κάτω σαγονιού και μακρύ λαιμό. Τα πόδια τους είχαν 3 δάκτυλα, που κατέληγαν σε αιχμηρή φάλαγγα, με τα οποία το ζώο μπορούσε να σκάβει στο έδαφος και να βγάζει υπόγειους μαλακούς βολβούς και κονδύλους φυτών. Απολιθώματά τους βρέθηκαν μέσα σε στρώματα της κατώτερης πλειόκαινης σειράς του καινοζωικού στην Ανατολική Ινδία και στην Ελλάδα (Πικέρμι, Σάμο, Μακεδονία κ.α.).
* * *το, Ν(παλαιοντ.) α) απολιθωμένο γένος θηλαστικών που ανήκει στην τάξη τών περισσοδακτύλων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται το άλογο και ο ρινόκεροςβ) στον πληθ. τα χαλικοθήριαπεριληπτική ονομασία τού γένους χαλικοθήριο και τών συγγενικών του μορφών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalicotherium < χάλιξ, -ικος + θηρίον].
Dictionary of Greek. 2013.